ταχίνι — το (λ. τουρκ.), πολτός από αλεσμένο σουσάμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Tahini — Le tahini, tahina, téhina ou tahiné est une crème de sésame, préparation orientale faite à partir de graines de sésame pressés, mélangée avec un peu d eau, jusqu à obtenir une pâte lisse. Le tahini est très riche en calcium et en phosphore et a… … Wikipédia en Français
σησαμόπολτος — και σησαμοπολτός, ο, Ν παχύρρευστος πολτός από τα σπέρματα τού σουσαμιού, το ταχίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμο «σουσάμι» + πολτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
σουσάμι — (σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και… … Dictionary of Greek
ταχινόσουπα — η, Ν σούπα με ταχίνι … Dictionary of Greek
χαλβάς — ο, Ν 1. βιομηχανικό προϊόν, είδος γλυκίσματος από ταχίνι, ζάχαρη, αρωματικά και, συχνά, από εκχύλισμα χαλβαδόριζας 2. οικιακό γλύκισμα παρασκευαζόμενο κυρίως από σιμιγδάλι, βούτυρο ή λάδι και ζάχαρη 3. μτφ. άνθρωπος νωθρός και αφελής, βλάκας.… … Dictionary of Greek
tahân — TAHẤN, tahânuri, s.n. Făină din seminţe de susan, de floarea soarelui, nuci, arahide, migdale dulci prăjite, din care se prepară halvaua. ♢ Făină din seminţe de susan din care se prepară mâncăruri de post; mâncare preparată din această făină –… … Dicționar Român
ταχινόσουπα — η σούπα με ταχίνι (αντί με αβγολέμονο ή με κάτι άλλο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)