ταχίνι

ταχίνι
Κοινή ονομασία του σησαμοπολτού, παχύρρευστης ουσίας, η οποία παρασκευάζεται από τους σπόρους του σησαμιού. Για να παρασκευάσουν τ. βρέχουν το σησάμι με αλμυρό νερό και το φουρνίζουν σε φούρνο χαμηλής θερμοκρασίας. Έπειτα το αποφλοιώνουν και το αλέθουν. Το προϊόν της άλεσης το τοποθετούν σε δοχεία και όταν καταλαγιάσει, αφαιρούν το λάδι που βρίσκεται στην επιφάνεια. Η παχύρρευστη ουσία που απομένει είναι το τ. Πολλοί το νοθεύουν προσθέτοντας αλεύρι. Τη νοθεία την ανακαλύπτουμε αν στάξουμε βάμμα ιωδίου, γιατί τότε το νοθευμένο τ. αποκτά κυανό χρώμα.
* * *
το, Ν
πολτός που παρασκευάζεται με άλεσμα τών καρπών τού σουσαμιού, αλλ. σησαμοπολτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tahin < όψιμο μσν. κυπρ. ταχή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταχίνι — το (λ. τουρκ.), πολτός από αλεσμένο σουσάμι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Tahini — Le tahini, tahina, téhina ou tahiné est une crème de sésame, préparation orientale faite à partir de graines de sésame pressés, mélangée avec un peu d eau, jusqu à obtenir une pâte lisse. Le tahini est très riche en calcium et en phosphore et a… …   Wikipédia en Français

  • σησαμόπολτος — και σησαμοπολτός, ο, Ν παχύρρευστος πολτός από τα σπέρματα τού σουσαμιού, το ταχίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμο «σουσάμι» + πολτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • σουσάμι — (σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και… …   Dictionary of Greek

  • ταχινόσουπα — η, Ν σούπα με ταχίνι …   Dictionary of Greek

  • χαλβάς — ο, Ν 1. βιομηχανικό προϊόν, είδος γλυκίσματος από ταχίνι, ζάχαρη, αρωματικά και, συχνά, από εκχύλισμα χαλβαδόριζας 2. οικιακό γλύκισμα παρασκευαζόμενο κυρίως από σιμιγδάλι, βούτυρο ή λάδι και ζάχαρη 3. μτφ. άνθρωπος νωθρός και αφελής, βλάκας.… …   Dictionary of Greek

  • tahân — TAHẤN, tahânuri, s.n. Făină din seminţe de susan, de floarea soarelui, nuci, arahide, migdale dulci prăjite, din care se prepară halvaua. ♢ Făină din seminţe de susan din care se prepară mâncăruri de post; mâncare preparată din această făină –… …   Dicționar Român

  • ταχινόσουπα — η σούπα με ταχίνι (αντί με αβγολέμονο ή με κάτι άλλο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”